- φαρμακοποσια
- φαρμακοποσίαφαρμᾰκο-ποσίαἥ принятие лекарства Xen., Plat. или яда Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμακοποσία — φαρμακοποσίᾱ , φαρμακοποσία drinking of medicine fem nom/voc/acc dual φαρμακοποσίᾱ , φαρμακοποσία drinking of medicine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίᾳ — φαρμακοποσίαι , φαρμακοποσία drinking of medicine fem nom/voc pl φαρμακοποσίᾱͅ , φαρμακοποσία drinking of medicine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσία — η, ΝΑ [φαρμακοποτῶ] η πόση φαρμάκων αρχ. πόση δηλητηρίου … Dictionary of Greek
φαρμακοποσία — η το να πίνει κανείς φάρμακα ή δηλητήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακοποσίας — φαρμακοποσίᾱς , φαρμακοποσία drinking of medicine fem acc pl φαρμακοποσίᾱς , φαρμακοποσία drinking of medicine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίαι — φαρμακοποσία drinking of medicine fem nom/voc pl φαρμακοποσίᾱͅ , φαρμακοποσία drinking of medicine fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίαν — φαρμακοποσίᾱν , φαρμακοποσία drinking of medicine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσιῶν — φαρμακοποσία drinking of medicine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίαις — φαρμακοποσία drinking of medicine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίη — φαρμακοποσία drinking of medicine fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποσίην — φαρμακοποσία drinking of medicine fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)